- οπλοδιδάσκαλος
- ο (Α ὁπλοδιδάσκαλος)ειδικός που διδάσκει τη χρήση όπλων, ιδίως τών αγχέμαχων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καμπιδούκτωρ — καμπιδούκτωρ, ος, ὁ (AM) (στη Ρώμη και στο Βυζάντιο) στρατιωτικός βαθμοφόρος ή εκπαιδευτής, οπλοδιδάσκαλος τών στρατιωτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. campidoctor «οπλοδιδάσκαλος»] … Dictionary of Greek
δάσκαλος — και διδάσκαλος, ο (θηλ. δασκάλα και δασκάλισσα και διδασκάλισσα, η) (AM διδάσκαλος, ο, η) 1. όποιος έχει ως επάγγελμα να διδάσκει άλλους, κυρίως τις πρώτες, απαραίτητες γνώσεις 2. αυτός που διδάσκει και προκαλεί αλλαγές («ο πόλεμος... βίαιος… … Dictionary of Greek
οπλοδιδακτής — ὁπλοδιδακτής, ὁ (Α) οπλοδιδάσκαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + διδάσκω] … Dictionary of Greek
όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… … Dictionary of Greek
Πύργος, Νικόλαος — Ο πρώτος χρονολογικά Έλληνας οπλοδιδάσκαλος. Δίδαξε στη Σχολή Ευελπίδων, καθώς και στη σχολή των υπαξιωματικών. Έγραψε: Ανόργανος παιδαγωγική γυμναστική, Ημιοργανική παιδαγωγική γυμναστική και Οπλομαχητική. Οι τεχνικοί όροι που χρησιμοποίησε στο… … Dictionary of Greek
οπλομάχος — ο 1. στους αρχαίους, ο οπλίτης που μαχόταν από κοντά. 2. σήμερα, οπλοδιδάσκαλος ή αυτός που κατέχει καλά την οπλομαχία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)